Αποτελέσματα

Η εντατικοποίηση των καλλιεργειών επιτάσσει την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων προϊόντος, με το χαμηλότερο δυνατό οικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος, με ταυτόχρονα αυξημένη αναγκαιότητα για τη χρήση των φυτοπροστατευτικών ουσιών και των συναφών σκευασμάτων. Η δημιουργία μιας ξεκάθαρης εικόνας, βασισμένης σε βέλτιστες πρακτικές διαχείρισης των φυτοπροστατευτικών, είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τον προγραμματισμό ενεργειών και την καθιέρωση μιας ενιαίας στρατηγικής ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας, αλλά και προστασίας της δημόσιας υγείας, τόσο σε επίπεδο εφαρμοστή, όσο και σε επίπεδο καταναλωτή. Παράλληλα, με τις βέλτιστες αυτές πρακτικές μειώνεται και ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των ενεργειών φυτοπροστασίας, αφού τελικά οι όποιες εφαρμογές λαμβάνουν χώρα ανάλογα με τις ανάγκες της καλλιέργειας, ενώ μειώνονται σημαντικά και οι επιπλέον ψεκασμοί που δεν είχαν ουσία, παρά μόνο συνέβαλαν στη ρύπανση του περιβάλλοντος. Σε αυτό το πλαίσιο, το σύστημα που πρόκειται να αναπτυχθεί είναι ουσιαστικά μοναδικό τόσο ως προς την καλλιέργεια-στόχο, όσο και ως προς τη συνολική διαχείριση των φυτοπροστατευτικών ουσιών. Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του έργου αυτού έχει άμεσο αποτέλεσμα στο τελικό προϊόν, καθώς θα προσφέρει ένα σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισής του, που θα λαμβάνει υπόψη τις όποιες ανομοιογένειες της εκάστοτε καλλιέργειας. Βασικό πυλώνα του προτεινόμενου έργου αποτελεί η δυνατότητα διαχείρισης των φυτοπροστατευτικών με οικολογικά-συμβατό τρόπο, που ακολούθως είναι δυνατό να εξαργυρωθεί τόσο στην ποιότητα και την τιμή των παραγομένων προϊόντων, όσο και στην προστασία των ίδιων των φυτοπροστατευτικών, τα οποία, αν δεν χρησιμοποιηθούν ορθά, κινδυνεύουν με νέα σειρά αποσύρσεων, με τις αυτονόητες αρνητικές επιπτώσεις για την ελληνική γεωργία γενικότερα. Η γνώση που θα προκύψει θα χρησιμοποιηθεί περαιτέρω στην πράξη ως μια ευέλικτη και αποδοτική μεθοδολογία λήψης αποφάσεων, ως κρίσιμο τμήμα της ολοκληρωμένης διαχείρισης των διαφόρων ζωικών εχθρών, ασθενειών και ζιζανίων. Ακολούθως, το σύστημα αυτό θα συμβάλλει σημαντικά και στο χαρακτηρισμό των παραγομένων προϊόντων ως συμβατά με τους κανόνες ολοκληρωμένης διαχείρισης, το οποίο, με βάση αντίστοιχα παραδείγματα από άλλες χώρες της Ε.Ε., θα «εξαργυρωθεί» και στο εμπορικό προφίλ των προϊόντων. Τέλος, τα πρωτόκολλα που θα αναπτυχθούν θα λαμβάνουν υπόψη και ιδιαίτερα ευαίσθητα οικοσυστήματα, όπως οι περιοχές NATURA και RAMSAR, για τις οποίες θα υπάρξει ξεχωριστή μέριμνα ως προς τις βέλτιστες πρακτικές διαχείρισης. Επομένως, η παρούσα πρόταση δε στοχεύει απλά στη δημιουργία οδηγιών πρωτοκόλλων ορθής χρήσης, αλλά παρέχει ένα σταθμισμένο ανά καλλιέργεια σύστημα προστασίας τόσο των παραγωγών, όσο και του περιβάλλοντος, αλλά και των ίδιων των φυτοπροστατευτικών. Αναμένεται επίσης, τα αποτελέσματα του έργου αυτού να αξιοποιηθούν περαιτέρω και στη διαμόρφωση της σχετικής νομοθεσίας στη χώρα μας, η οποία, στην περίπτωση της εφαρμογής φυτοπροστατευτικών, αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς τα τελευταία χρόνια.